ψαλιον

ψαλιον
    ψάλιον
    (ᾰ) τό
    1) цепка уздечки Xen.
    2) уздечка, узда Eur., Arph.
    

ψ. ἐμβαλεῖν τινι Plat., Plut. — накинуть узду на кого-л.

    3) цепь, pl. оковы Aesch.
    

ἀφῃρέθη ψ. Aesch. — спала цепь, пали оковы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψαλιον" в других словарях:

  • ψάλιον — curb chain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… …   Dictionary of Greek

  • ψαλίον — ψάλλω pluck fut part act masc voc sg (doric) ψάλλω pluck fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίοις — ψάλιον curb chain neut dat pl ψάλλω pluck fut opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίοισι — ψάλιον curb chain neut dat pl (epic ionic aeolic) ψάλλω pluck fut part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίοισιν — ψάλιον curb chain neut dat pl (epic ionic aeolic) ψάλλω pluck fut part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίου — ψάλιον curb chain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίων — ψάλιον curb chain neut gen pl ψάλλω pluck fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίῳ — ψάλιον curb chain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλια — ψάλιον curb chain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»